- ευστόμαχος
- -η, -ο (ΑΜ εὐστόμαχος, -ον)ο ωφέλιμος για το στομάχι, ο εύπεπτος («καρπὸν φέρει εὐστόμαχον»)μσν.υγιής ως προς το στομάχι, με καλή λειτουργία τού στομάχουαρχ.ήρεμος, γαλήνιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόμαχος].
Dictionary of Greek. 2013.